-
1 παραπάνω
1. επίρρ.1) выше; 2) дальше; 3) больше;παραπάνω απ' το μισό — больше половины;
παραπάνω από — сверх, кроме;
παραπάνω από το πρόγραμμα — сверх плана;
τον πλήρωσα παραπάνω — я ему заплатил больше, чем нужно, я ему переплатил;
§ τα παραπάνω — вышесказанное; — вышеуказанное; — вышеизложенное;
από τα παραπάνω βγαίνει ( — или φαίνεται) — из сказанного, из вышеизложенного следует;
2. (τό) излишек, избыток;με το παραπάνω — с лихвой; — очень хорошо;
См. также в других словарях:
χανιτζής — χανιτζής, ο και χαντζής, ο αυτός που διατηρεί χάνι, ο ξενοδόχος: Ο χαντζής μάς περιποιήθηκε πολύ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Βούλις — I (αρχές 5ου αι.). Σπαρτιάτης ευγενής. Γιος του Νικόλεω, ο Β. προσφέρθηκε, μαζί με τον επίσης ευγενή Σπερθία, να θυσιαστεί για την πατρίδα του. Όταν ο βασιλιάς των Περσών Δαρείος έστειλε τους πρέ σβεις του να ζητήσουν γην και ύδωρ (υποταγή) από… … Dictionary of Greek